Thursday, June 25, 2009

Διαγωνισμός τραγουδιού

Δεν θυμάμαι από πότε έχω να γράψω δύο μέρες συνεχόμενες στο blog μου. Πιθανότατα δεν έχω γράψει ποτέ. Πάντα μου φαινόταν αστείο. Ακόμη θυμάμαι την γνωριμία μου με τον φίλο μου τον Χρήστο (από την Άρτα της Ηπείρου) στην σχολή Δημοσιογραφίας. «Ξέρεις φίλε, έχω και ένα χόμπι. Μ’ αρέσει να γράφω» μου είχε πει και η φράση που μου ήρθε στο μυαλό την οποία του έχω μεταφέρει (βεβαίως, βεβαίως) ήταν απλή, αλλά περιεκτική: «Τι ξενέρωτος μαλάκας είν’ τούτος». Πόσο λάθος είχα κάνει; Ο φίλος μου ο Χρήστος, είναι από τους ανθρώπους που πραγματικά εκτίμησα και πήρα πράγματα από αυτόν, στο διάστημα της φιλίας μας, η οποία μάλιστα αντέχει ακόμα στο πέρασμα των χρόνων και εύχομαι να παραμείνει για πάντα. Διότι όσο και αν δεν το παραδέχεται, παραμένει το ίδιο «τρελός», όσο και «φιλόσοφος».
Το σημερινό κείμενο πάντως, δεν είναι δικό μου. Το δανείζομαι από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι «Να σου πω μια ιστορία». Αν μπορούσα θα μετέφερα ολόκληρο το βιβλίο, γιατί πραγματικά είναι καταπληκτικό, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό. Μεταφέρω λοιπόν την ιστορία, που έχει να κάνει με έναν διαγωνισμό τραγουδιού.

«Μίζερος μπορεί να είναι αυτός που στερείται –ή νομίζει ότι στερείται- τα απαραίτητα. Είναι αυτός που χρειάζεται αυτό που δεν έχει για να πάψει να είναι μικροσκοπικός. Είναι αυτός που αρνείται να δώσει, γιατί τα θέλει όλα δικά του. Είναι ο δύστυχος φουκαράς που δεν μπορεί να δει άλλες επιθυμίες, πέρα από τις δικές του».
Ο Χόρχε έμεινε σιωπηλός ανασκαλεύοντας την μνήμη του, κι εγώ βολεύτηκα καλύτερα για να ακούσω όσα ακολούθησαν.

Μια φορά έφτασε στη ζούγκλα μια κουκουβάγια που είχε ζήσει αιχμάλωτη και εξήγησε σε όλα τα ζώα τις συνήθειες των ανθρώπων.
Έλεγε, για παράδειγμα, ότι στις πόλεις ταξινομούσαν τους καλλιτέχνες με βάση τη δεξιοτεχνία τους, με στόχο να ξεχωρίσουν τους καλύτερους σε κάθε τομέα –ζωγραφική, σχέδιο, γλυπτική, τραγούδι…
Η ιδέα να υιοθετήσουν τις ανθρώπινες συνήθειες κέρδισε τα ζώα και ίσως γι’ αυτό οργάνωσαν αμέσως ένα διαγωνισμό τραγουδιού. Δήλωσαν αμέσως συμμετοχή όλοι οι παρόντες, από το καναρίνι μέχρι το ρινόκερο.
Με την καθοδήγηση της κουκουβάγιας που είχε εκπαιδευτεί στην πόλη, αποφάσισαν ότι ο διαγωνισμός θα γινόταν με γενική μυστική ψηφοφορία όλων των διαγωνιζόμενων. Δηλαδή η κριτική επιτροπή, θα ήταν οι ίδιοι οι διαγωνιζόμενοι.
Έτσι κι έγινε. Όλα τα ζώα, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, ανέβηκαν στο βάθρο και τραγούδησαν κερδίζοντας ένα μικρό ή μεγάλο χειροκρότημα του κοινού. Μετά, έγραψαν την προτίμησή τους σ’ ένα χαρτάκι και το έριξαν, διπλωμένο, σε μια μεγάλη κάλπη που τη φύλαγε η κουκουβάγια.
Όταν ήρθε η στιγμή της καταμέτρησης, η κουκουβάγια ανέβηκε πάνω στην πρόχειρη σκηνή και, με την βοήθεια δύο ηλικιωμένων πιθήκων, άνοιξε την κάλπη για να βγει το αποτέλεσμα εκείνης της «αδιάβλητης εκλογικής διαδικασίας» της «γενικής και μυστικής ψηφοφορίας» που ήταν «υπόδειγμα δημοκρατίας», όπως είχε ακούσει να λένε οι πολιτικοί στις πόλεις.
Ένας από τους δύο γέροντες τράβηξε το πρώτο ψηφοδέλτιο και η κουκουβάγια, μπρος στην γενική συγκίνηση, φώναξε: «Η πρώτη ψήφος, αδέρφια, είναι για το φίλο μας το…γάιδαρο!»
Έπεσε σιωπή και ακολούθησαν μερικά διστακτικά χειροκροτήματα.
«Δεύτερη ψήφος: Ο Γάιδαρος!»
Γενική σαστιμάρα.
«Τρίτη: Ο Γάιδαρος!»
Οι παρόντες άρχισαν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον, έκπληκτοι στην αρχή, με βλέμμα επιτιμηκό ύστερα και τέλος, όταν συνέχισαν να βγαίνουν οι ψήφοι υπέρ του γαϊδάρου, όλο και πιο ντροπιασμένοι. Αισθάνονταν ένοχοι για την ψήφο τους.
Όλοι ήξεραν ότι δεν υπήρχε χειρότερη φωνή από το απαίσιο γκάρισμα του κι ωστόσο, η μία μετά την άλλη, οι ψήφοι τον εξέλεγαν καλύτερο τραγουδιστή.
Κι έτσι τελικά, μόλις τελείωσε η καταμέτρηση, βγήκε απόφαση ύστερα από «ελεύθερη απόφαση της αδέκαστης επιτροπής κριτών» ότι ο γάιδαρος με το παράτονο και ενοχλητικό γκάρισμα ήταν ο νικητής.
Και ανακηρύχθηκε ως «η καλύτερη φωνή της ζούγκλας και των περιχώρων».
Η κουκουβάγια εξήγησε μετά τι είχε συμβεί. Κάθε διαγωνιζόμενος, θεωρώντας τον εαυτό του αδιαμφισβήτητο νικητή, είχε δώσει την ψήφο του στον χειρότερο του διαγωνισμού, που δεν θα αποτελούσε απειλή για τη νίκη του.
Η εκλογή ήταν σχεδόν ομόφωνη. Μόνο δύο ψήφοι δεν ήταν για τον γάιδαρο. Η μία ήταν η δική του. Επειδή πίστευε ότι δεν είχε τίποτα να χάσει, ψήφισε με ειλικρίνεια τη γαλιάντρα. Η άλλη, ήταν του ανθρώπου, ο οποίος φυσικά είχε ψηφίσει τον…εαυτό του.


«Βλέπεις λοιπόν Ντεμιάν. Αυτό σημαίνει μιζέρια στην κοινωνία μας. Όταν νιώθουμε τόσο σπουδαίοι και δεν αφήνουμε χώρο για τους άλλους, όταν πιστεύουμε ότι αξίζουμε πολλά και δεν μπορούμε να δούμε πέρα από τη μύτη μας, όταν φανταζόμαστε πως είμαστε υπέροχοι και δε δεχόμαστε σε καμιά περίπτωση να μείνει απραγματοποίητη η επιθυμία μας, τότε πολύ συχνά η ματαιοδοξία, η μικροψυχία, η ηλιθιότητα και η ποταπότητα μας κάνουν μίζερους. Όχι εγωιστές, Ντεμιάν, αλλά μίζερους. Μί-ζε-ρους!

1 comment:

Monokerws said...

Ανακαλώ, αμυδρά είναι η αλήθεια, στη μνήμη μου εκείνη τη συνάντηση σε ένα φοιτητικό στέκι, το "Μπαλόνι" (άραγε να υπάρχει ακόμη;)μεταξύ εσού και του Χρήστου. Και θυμάμαι κι εγώ εκείνη την άθλια κουβέντα που σου εκστόμισε και παραδέχομαι ότι κι εγώ αν βρισκόμουν στη θέση σου το ίδιο ακριβώς θα σκεφτόμουν. Για την ακρίβεια θα σκεφτόμουν "τι φαντασμένος ξενέρωτος μαλάκας είναι αυτός εδώ, που νομίζει πως γράφει κιόλας;"
Τα χρόνια πέρασαν από εκείνη την ημέρα και αυτό που συνειδητοποιώ είναι ότι κάποιοι άνθρωποι έρχονται στη ζωή μας όποιο κι αν είναι το τίμημα που κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, θα κληθούμε να πληρώσουμε. Σημασία δεν έχει το τίμημα, σημασία έχει να μείνουν κοντά μας, είτε σωματικά είτα πνευματικά. Τώρα πια μπορώ να το παραδεχτώ ότι εκείνοι οι δύο άγνωστοι τότε, έχουν το δικαίωμα τώρα να περηφανεύονται για τη φιλία τους. Όσο για τους χαρακτηρισμούς που αποδίδεις στον Χρήστο θα δεχθώ το τρελός, χωρίς εισαγωγικά και θα υπερθεματίσω, ενώ για το φιλόσοφος θα πω μάλλον καλύτερα κενόσοφος.
Φιλιά αδερφέ...